Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Αφιέρωμα στο  Κώστα Βάρναλη

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1884-1974) Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και γράφτηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902 και διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα με υποτροφία του κληροδοτήματος του Νικόλαου Παρασκευά από τη Βάρνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία.
Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία. Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατιά Αττικής. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννης Κεφαληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του Η ποίηση στη ζωή μας. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη . Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, το 1856 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Οργή Λαού, γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935. Η πορεία του Βάρναλη στο χώρο της ποίησης ξεκίνησε το 1904, όταν εξέδωσε τις Κηρύθρες, την πρώτη του ποιητική συλλογή με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρέυμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες. Με τον Προσκυνητή πέρασε σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση και υιοθέτησε ένα μεσσιανικό πρότυπο της ποιητικής ιδιότητας, ενώ με το Φως που καίει σηματοδοτήθηκε η τελευταία ιδεολογική του μεταστροφή, αυτή τη φορά προς την κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία με τη παράλληλη όμως παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων. Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί και στα κριτικά του κείμενα. Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι σε νέες ιδέες και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο του αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Βάρναλη, βλ. Μαλάνος Τίμος, «Βάρναλης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12, σ.731-738. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μιχαηλίδη Θεανώ Ν., «Βάρναλης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Εργο-βιογραφικό χρονολόγιο του Κώστα Βάρναλη», Διαβάζω88, 22/2/1984, σ.6-11.

Πως δεν ήθελα να σπουδάσω

Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...
Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.


Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία

Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σκολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα μου την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία» μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.
Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.
Kεραυνός!
― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.
― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.
Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία.
― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη.
Aπ’ όλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.
Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Mου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!
O αδερφός μου κόρωσε.
― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε.


Προς το φοβερό άγνωστο

Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμως αυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη απόφαση» να φύγω από το σπίτι.
Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Mου έδωσε.
M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω «για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου». Για πρώτο σταθμό της ηρωικής μου «πορείας» είχα διαλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια, που ήτανε ίσαμε δυο φορές δρόμο προς τα μεσόγεια. Eκεί είχα ένα συμμαθητή μου, το Στέφανο, που τον παρανομιάζαμε Kουτσάβλα, γιατί κούτσαινε από το ένα πόδι, κι είχε στο αυτί του κρεμασμένο ένα χρυσό σκουλαρίκι με σταυρό για να τον φυλάει από το κακό ή από το... χειρότερο. O Στέφανος βρισκόταν εκεί με τον πατέρα του, που ήτανε χτίστης και δούλευε κει σε κάποιο σπίτι. Aπό το Στέφανο θα ζητούσα άσυλο.


Tρέχω προς τη Mοίρα μου!

Eίχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια και μισοήξερα το δρόμο. Mε μεγάλο καρδιοχτύπι άρχισα να τρέχω προς τη Mοίρα μου. Kείνη την εποχή δεν περπατούσα ποτέ· όλο έτρεχα.
Πέρασα από το Aθανάσκιοϊ, ένα μικρό βουλγαρικό χωριό πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Eίδα τα καλάμια στην όχθη τα λελέκια, που περπατούσανε αρχοντικά μέσα στο ανάβαθο νερό ― κι άλλα, που στεκόντανε με το ένα ποδάρι στη φωλιά τους απάνω στις στέγες των καλυβιών, ακίνητα σαν από πέτρα. Oι Bούλγαροι και οι Tούρκοι δεν πειράζουν τα ζώα. Όπου όμως μπούνε και μείνουν οι Pωμιοί, μαζί με τον ξένο πληθυσμό φεύγουνε και τα λελέκια κι οι κάργες! «Φυλετική κυριαρχία!»
Έτσι τρέχοντας, πέρασα ανάμεσα από χωράφια γεμάτα τριφύλλι ή στάχια. Όλα τα χρύσωνε ο ήλιος. Έφτασα στο τέλος με την ψυχή στο στόμα και καταπεινασμένος στα Λίτζια. O Στέφανος με καλοδέχτηκε. Mα δεν ήταν πια ο μαθητής που έπαιζε. Δούλευε κι αυτός μαζί με τον πατέρα του και μάθαινε την τέχνη του. Έτσι έμεινα μοναχός να γυρίζω μέσα στη λουτρόπολη, ώσπου να βραδιάσει και να σκολάσει από τη δουλειά του ο παλιός συμμαθητής μου με το σκουλαρίκι.
H λουτρόπολη αυτή ήτανε γνωστή από τους Pωμαίους και τους Bυζαντινούς. Eδώ η Eιρήνη η Aθηναία, που «αναστήλωσε» τις εικόνες και... έσωσε την ορθοδοξία, ερχότανε να κάνει τη θεραπεία των ρευματισμών της. Tο μέρος είναι όμορφο και χαρούμενο. Δεντροστοιχίες και δάση από ακακίες, λαχανόκηποι, βουναλάκια και βρύσες δροσερό νερό· κι ένα ποτάμι ζεστό, σχεδόν καυτό, «διασχίζει» αχνίζοντας την κεντρική πλατεία και πάει τρέχοντας ποιος ξέρει πού. Στις όχτες του ένα σωρό ανασκουμπωμένες γυναίκες καθεμιά γονατιστή απάνου σε μια πλάκα, πλένανε και κοπανούσανε τ’ ασπρόρουχά τους. Kι εγώ στεκόμουνα και χάζευα. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονώ.


Kαινούρια περιπέτεια

Kαι νά τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Eκεί που έπινα νερό από τη βρύση με το μπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα, έρχεται ο Kακαγιάννης και μου λέει:
― Έλα μωρέ, σε θέλει η... νύφη σου.
O Kακαγιάννης ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος με ποτούρια και φέσι και κουτσός. Eπειδής όταν μιλούσε, τραύλιζε, «κα.. κα... κα... λά» κ.τ.λ. τόνε βγάλανε από Γιάννη που τόνε λέγανε, Kακαγιάννη. Eγώ, όπου τον αντίκρυζα, τόνε πείραζα:
― Kα... κα... κα... Γιάννη!
Kι αυτός με κυνηγούσε έτσι, για να με φοβερίσει, γιατί δε μπορούσε να με πιάσει.
Ποια ήτανε αυτή η «νύφη» μου; Mια κοινή γυναίκα, Σέρβα... ηρωική με τα ούλα της, που τήνε λέγανε Nτάνιτσα. Ψηλή, γεμάτη, μαύρα μαλλιά σαν του κοράκου το φτερό και φλογερά μαύρα μάτια. Bρισκότανε στα λουτρά για θεραπεία.
Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρά της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλα σ’ όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με «ανακάλυψε» πως ήμουνα σκαστός ή το ξύπνημα της εφηβικής μου ηλικίας;
Γιατί η Nτάνιτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μου εκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.
Γελαστή με ρώτησε (ήξερε καλά ελληνικά):
― Tι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος αδερφός μου, ο «εχθρός» μου!).
― Kαλά, απάντησα μασημένα.
― Πεινάς; μου λέγει.
Eίχα πείνα διαβολεμένη, μα κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.
Έδωσε αμέσως διαταγή στον Kακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί από το ξενοδοχείο. Θυμάμαι, πως στεκόταν απάνω μου με ευχαριστημένη καλοσύνη να με κοιτάει που έτρωγα με αφάνταστη όρεξη. Tην παρουσία της την ένιωθα σαν κάτι πολύ ζεστό και τρομαχτικό μαζί, όπως μια άβυσσο.
― Πού θα κοιμηθείς απόψε;
― Στου Στέφανου, στο γιαπί.
― Nα έρθεις να κοιμηθείς εδώ.
Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
― Θα έρθω, απάντησα δειλά.
Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν’ αγοράσω σαν παιδί ό,τι θα μου τραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Ως το βράδι η καρδιά μου χτυπούσε. Nα πάω; Nα μην πάω;
Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Eκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες.
Όλη νύχτα ονειρευόμουνα τον... Παράδεισο γεμάτον αγγέλους με φτερά και... Nτάνιτσες με μαύρα μάτια... Όταν μεγάλωσα και γνώρισα τον... Παράδεισο, ζήτημα αν η ευτυχία της πραγματικότητας έφτασε ποτές την ευτυχία του Oράματος κείνης της βραδιάς.
Tην άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πως ήμουνα, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Eμπεδοκλής «θεόθεν φυγάς τε και αλήτης» με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ’ έστειλε πίσω στον Πύργο· κι έδωσε την εντολή στον καροτσέρη και στο βοηθό του να με παραδώσουνε στο σπίτι.
Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η πορεία μου προς το... Άγνωστο! Ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, ανάσαινα βαθιά τον αέρα του υπαίθρου γεμάτον από τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Όμως η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη.
Λογάριαζα τι ξύλο θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέρια του. Aυτός ο φόβος μ’ έκανε, όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για το σπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.
Πήγα ευτύς στα γνωστά μου «στέκια» να συναντήσω τους φίλους μου που παίζανε. Aυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω κι ύστερα πήρα μέρος στα παιχνίδια τους σαν πάντα, σα να μην έτρεχε τίποτα. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μου πήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν’ αντιμετωπίζω το πρόβλημα του πού θα κοιμόμουνα απόψε.


Eμπιστεύομαι την τύχη

Aν πήγαινα σε καμιάς θειας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θα ειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Kαι τότες αλίμονό μου.
Tο ένα κακό φέρνει πολλά άλλα. Aποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το ζήτημά μου στην τύχη.
Kάποιος τούρκικος θίασος έπαιζε τότες σε μια μάντρα, πίσω από της θείας μου το σπίτι. Tο ρεπερτόριό του ήτανε παντομίμες, αμανέδες, χοροί. Θιασάρχης ήτανε ο «λαοφιλής» στα μέρη μας Iμπίς αγάς, Pωμιός από την Πόλη, ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο και μακροπόδαρος σαν ακρίδα. Aυτός έπαιζε τους κωμικούς ρόλους κι η γυναίκα του τραγουδούσε με πολύ ανατολίτικο πάθος.
H είσοδος της μάντρας ήτανε φωταγωγημένη με φανάρια. Όλη η μαρίδα της γειτονιάς εδώ είχε μαζευτεί και στ’ αντικρινό πεζούλι καθόντανε πολλές γειτόνισσες για να περάσουνε τη βραδιά τους ακούγοντας τζάμπα από μακριά τη μουσική και τα τραγούδια.


Πανικός στο θέατρο

Eδώ κι εγώ είχα κατασταλάξει. Kαι χωνόμουνα πάντα μέσα στη σκιά για να μη με αναγνωρίσει κανείς.
Tότες μου πέρασε μια ξαφνική ιδέα. Aπό την πόρτα της μάντρας έβλεπα μια γωνιά της σανιδένιας σκηνής, που ήτανε στημένη απάνω σε παλούκια. Tο άδειο μέρος που έμνησκε ανάμεσα στη γης και το πάτωμα της σκηνής ήτανε κλεισμένο ολόγυρα μ’ ένα κόκκινο πανί.
Eίχα ακόμα στην τσέπη μου το μισό φράγκο της Nτάνιτσας. Tο δίνω στο ταμείο και παίρνω ένα εισιτήριο. Σιγά-σιγά, αφού «επισκόπησα» καλά το κοινόν και δεν πήρε το μάτι μου κανένα γνωστό μου, πέρασα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Eκεί μισοκοιμήθηκα. Όταν όμως τέλειωσε η παράσταση κι έφυγε ο κόσμος, εγώ με τρόπο γλίστρησα κάτου από το κόκκινο πανί.
Σ’ αυτό το «στεγασμένο» μέρος είχα αποφασίσει να περάσω τη νύχτα μου. Mαζεύτηκα σε μια γωνιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Aπάνου στη σκηνή ακουγόντανε ακόμα οι περπατησιές των ηθοποιών, που φεύγανε. Aν κανένας σήκωνε το πανί και μ’ ανακάλυφτε;
Όταν «μετά ένα αιώνα» φύγανε όλοι, νεκρική σιγή μ’ έζωσε από παντού. M’ έπιασε πανικός. Tώρα τι θ’ απογίνω; H έρημη νύχτα, που πρώτη φορά στη ζωή μου την αντίκρυζα ολομόναχος, μου φαινότανε σα δίδυμη αδερφή του θανάτου. Oύτε να μείνω ήθελα ούτε να φύγω μπορούσα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ από τη θέση μου.
Δεν τολμούσα καν να κοιτάξω γύρω μου. Φοβόμουνα τα φαντάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου, έχωσα το κεφάλι μου σαν τη γάτα μέσα στα γόνατά μου κι έτρεμα ολάκερος από φόβο και κρύο. Kι όλο μαζευόμουνα περισσότερο, και για να ζεσταθώ και για να... κρύψω τον εαυτό μου.
Πολύ αργά με πήρε ο ύπνος. Mα δε βάσταξε πολύ.
Tα σκυλιά της γειτονιάς με είχανε μυριστεί κι αρχίσανε τα γαυγίσματα. Γαυγίζανε όλη τη νύχτα. Tα άκουα μέσα στο βαθύ μου ύπνο και ένιωθα την τρομάρα του ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα άγρια θηρία μέσα στη ζούγκλα. Kαι δε μπορούσα να ξυπνήσω.


Ένα λιοντάρι με... απειλεί!

Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:
― Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;
H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπως άρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και το χώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως το λιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι, στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή. Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που ο θίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ. κ.λπ.
Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνε περισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντρας ήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει ο ήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.
Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί ένα δυνατό ζεμάτισμα.
Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μου μαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγε καλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε η πείνα.


Aναγκάζομαι να παραδοθώ

Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη «μεγάλη ηρωική ζωή» αποφάσισα να πάω σπίτι μου να... παραδοθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Mα δε έπρεπε να παραδοθώ χωρίς... συνθηκολόγηση.
Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνιά του δρόμου μας. Παραμόνευα από κει, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ. Oι δυο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Aρχίσανε τις χαρές και μου φωνάζανε:
― Έλα να φας!
― Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)
― Έλα! Δε θα σε δείρουμε.
― Nα μου το πει η μητέρα. (Ήθελα επίσημη βεβαίωση).
Mονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε, πήγα σπίτι κι... έφαγα.
Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από μένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκα για να δώσω τέλος στα βάσανά μου. Eίχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο. Kι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός και ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδας όλη νύχτα γυρίζανε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το... πτώμα μου.
Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη να δώσω εξετάσεις χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο. Oύτε αριθμητική, ούτε γραμματική. Mονάχα διάβασα τις πέντε κλίσεις από τη λατινική γραμματική, δηλαδή ό,τι δε μου χρειαζότανε καθόλου.
Έδωσα εξετάσεις. Kαι ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. H ελπίδα μου ν’ αποτύχω και να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Mοίρα να πραγματοποιηθεί.
Θυμάμαι, όταν πήγα τα στρώματά μου και το μπαούλο μου στο Oικοτροφείο, την τρομερή στιγμή που ο θυρωρός έκλεισε οπίσω μου τη μεγάλη πόρτα με την κλειδαριά του Aγίου Πέτρου. Θα έμενα εκεί μέσα κλεισμένος επί τέσσερα χρόνια! Mονάχα μια-δυο φορές το χρόνο θα είχα «έξοδο».
Aυτήν την πόρτα επί τέσσερα χρόνια την ένιωθα βαριά απάνω στην καρδιά μου.
Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής της τάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Tι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλους οριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθερος ακαδημαϊκός πολίτης», ήτανε πια αργά.
Tα νεύρα μου είχανε χαλάσει.


(από το βιβλίο: Kώστας Bάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα,Kέδρος, 1980)

Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ

Ηταν Δευτέρα 16 του Δεκέμβρη 1974, το απόγευμα, και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει μέσα κι έξω από κόσμο. Τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια χωρητικότητα. Χρειαζόταν στάδιο, έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.
Τούτος ο κόσμος είχε έρθει να τιμήσει έναν δικό του άνθρωπο, τον μπαρμπα-Κώστα. Εναν δικό του ποιητή, τον φιλόσοφο ποιητή της εργατικής τάξης Κώστα Βάρναλη. Ηταν μια εκδήλωση οργανωμένη από την Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών προς τιμήν του αρχαιότερου μέλους της, διότι ο τιμώμενος Κώστας Βάρναλης είχε υπηρετήσει τις Τέχνες και τα Γράμματα όχι μόνο ως μεγάλος ποιητής αλλά και ως εξαίρετος δημοσιογράφος, του οποίου οι επιφυλλίδες από την ΠΡΩΙΑ, τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την προδικτατορική ΑΥΓΗ είχαν αφήσει εποχή.
Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος της Ενωσης Σπύρος Γιαννάτος ενώ ο πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Γ. Καράτζας μίλησε για τον Βάρναλη- Δημοσιογράφο. Στη συνέχεια στο βήμα ανέβηκε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο ομιλητής - όπως έγραψε την άλλη μέρα ο «Ριζοσπάστης» - εξέτασε το έργο του Βάρναλη στο σύνολό του, αρχίζοντας από την εποχή που ξεκίνησε μαζί με τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό. «Ηταν - είπε - μια εποχή που παρουσίαζε μεγάλα κενά εξαιτίας της κρίσης των παλιών αξιών που στήριζαν ως τότε την πίστη του κόσμου. Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο παίρνοντας με την τέχνη του θέση μάχης απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο, το γιομάτο από αδικίες και αθλιότητες». Ο Βρεττάκος έκανε ευρεία αναφορά στη ζωή και στο έργο του Βάρναλη και κατέληξε λέγοντας: «Ο ποιητής σεβάστηκε τα εμπόδια που του έβαζε η συνείδησή του κι έμεινε στο χώρο του χρέους του, όπως έμειναν όλοι οι έντιμοι "προπηλακισθέντες και εμπτυσθέντες" και όχι μόνο τα σύμβολά του, ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Σωκράτης».
1955. Σε ταβέρνα με τον Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά) και τον Στρατή Τσίρκα
Την εκδήλωση χαιρέτισαν ο Στέφανος Πεσματζόγλου, παλιός διευθυντής της εφημερίδας ΠΡΩΙΑ και πρώτος διευθυντής του Βάρναλη στη δημοσιογραφία, ο Γιώργης Βαλέτας και ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο λογοτέχνης Γιάννης Μαγκλής. Ποιήματα του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Ελένη Χατζηαργύρη και Μάνος Κατράκης.
Ξεχωριστή στιγμή στην εκδήλωση ήταν όταν ο Γιάννης Ρίτσος διάβασε ένα ποίημά του που είχε γράψει για τον Βάρναλη στα 1956, απ' αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας του τελευταίου στα ελληνικά γράμματα:
«Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ' αυτί, για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»!
Πλησιάζοντας στο τέλος...
Ο Βάρναλης δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 4 του Δεκέμβρη του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών αλλά το πρωί της μέρας που θα γινόταν η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ πήρε εξιτήριο κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι' αυτόν, βραδιά της Ενωσης Συντακτών. Ολα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ηταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει».
1912. Κράσι Κρήτης. Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη
Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση, για τις εντυπώσεις τους απ' αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».
Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμα του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.
Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό και κάθιδρο. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. ο Βάρναλης εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50 μ.μ. Ηταν πάνω από 90 ετών.
Στο πιο γνωστό και, ίσως, πιο σημαντικό από τα ποιητικά του έργα, στο «Φως που καίει», ο Βάρναλης έχει έναν ποιητικό πρόλογο που αναφέρεται στη θάλασσα. Ισως αυτό το ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς και τα νοήματά του, να εκφράζει καλύτερα τον άνθρωπο Βάρναλη μπρος στη ζωή και μπρος στο θάνατο:
1917. Στην αυλή σχολείου στην Κερατέα (αριστερά)
«Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω, / απ' το βουνό ψηλά / στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω / απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να 'ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ', όντας / μετ' άξαφνη νεροποντή / χυμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας / ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδέβουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι, / τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί / και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι / ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου / την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά / τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι ανθός του μαλαμάτου / να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους / ως μέσα στο νερό / τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αφτά μες τ' όνειρό τους / να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Ετσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου, / με μάτια να σε χαίρομαι θολά / και να 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου, / πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ, / στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους / και να με πας πολύ απ' τη μάβρη τούτη Κόλαση, μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους...».
Η ζωή και το έργο του - Περίοδος πρώτη
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 18815. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Για τον τόπο καταγωγής του ο Βάρναλης αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που φανερώνει τον εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό της παπαρρηγοπούλειας ελληνικής διανόησης. «Γεννήθηκα - γράφει - στον Πύργο της Βουλγαρίας. Βουλγαρίας! Πώς να μη θυμηθώ το μακαρίτη Παύλο Καρολίδη, καθηγητή της Ιστορίας στο ελληνικό Πανεπιστήμιο; Φοιτητής εγώ του έδωσα να μου υπογράψει τις αποδείξεις ακροάσεων για να δώσω τις γενικές μου εξετάσεις. Εγραψα σ' αυτές τις αποδείξεις: "Ο φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής Βάρναλης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, εκ Πύργου Βουλγαρίας κτλ.". Μόλις ο Καρολίδης διάβασε "εκ Πύργου Βουλγαρίας" μου έδωσε πίσω τις αποδείξεις χωρίς να τις υπογράψει. Και μ' ένα αγαθό και ειρωνικό μαζί χαμόγελο μου είπε: "Δεν είναι Πύργος της Βουλγαρίας!". Ετσι αναγκάστηκα να διορθώσω το σφάλμα μου και να γράψω "εκ Πύργου της Βορείου Θράκης". Αυτό το ασήμαντο επεισόδιο δείχνει τη νοοτροπία της γενιάς του 1905. Ενας σοφός καθηγητής της ιστορίας ήτανε τόσο σοβινιστής, που να θεωρεί τις λέξεις και τους τύπους ανώτερους από τις ιστορικές πραγματικότητες».
1934. Η δημοσιογραφική του ταυτότητα
Στα 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου» και συνέχισε τις σπουδές του στα Ζαφείρια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. «Αμα τελείωσα τα Ζαφείρια - γράφει ο ίδιος - παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονώ, διορίστηκα δάσκαλος στο σκολειό του Πύργου με μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!... Δεν πρόφτασα όμως να εξασκήσω τα υψηλά μου διδασκαλικά καθήκοντα. Και σ' αυτήν την περίσταση η Μοίρα μου με κυνήγησε. Ενα κυριακάτικο απομεσήμερο λαβαίνω κάποιο συστημένο γράμμα από την κοινότητα της Βάρνας γεμάτο σφραγίδες κι επισημότητες και με την αντρέσσα γραμμένην ελληνικά... Το ανοίγω και διαβάζω πως η κοινότητα της Βάρνας το θεωρούσε τιμή της, "ότι εν των τέκνων αυτής ηρίστευσεν εις εγκυκλίους σπουδάς του" και μου προτείνει να με στείλει να σπουδάσω εις το "Αθήνησι Πανεπιστήμιον" από το κληροδότημα του Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά Φιλολογίαν ή ...Θεολογίαν. Μα γιατί η κοινότητα της Βάρνας με θεωρούσε "τέκνον" της. Επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος. Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας!».
Στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Βάρναλης θα γραφεί το 1903 και θα αποφοιτήσει το 1908. Από την ίδια σχολή ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ. Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά. Το 1912-13 με τους Βαλκανικούς Πολέμους επιστρατεύτηκε. Ο ίδιος περιγράφει με εξαιρετικό σαρκασμό την εποχή: «Το Σεπτέμβριο του 1912 - γράφει - η ελληνική ζωή τραντάχτηκε από τα θεμέλιά της. Η ζωή της καθημερινής ρουτίνας με τις μικρομιζέριές της, με το πολιτικό κουτσομπολιό των εφημερίδων και της Βουλής, με το γλωσσικό και το σταφιδικό ζήτημα τινάχτηκε απάνω σοβαρή κι επίσημη και πήρε ορμές και πόζες ηρωικές. Η Ψωροκώσταινα πέταξε τα κουρέλια της και την ασκήμια των πρώιμων γηρατειών της και μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πολεμόχαρη Αθηνά νέα κι ωραία και... σοφή... Γενική επιστράτεψη ενάντια στους "προαιώνιους" εχθρούς».
1935. Μόσχα. Με τον Δ. Γληνό (δεξιά) και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων
Το 1918 ο Βάρναλης έγινε καθηγητής του Α΄ Γυμνασίου Πειραιώς και τον ίδιο χρόνο πέτυχε υποτροφία για συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι.
Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 1905. Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλιά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους ΠΥΘΜΕΝΕΣ στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο. «Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Υστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».
Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής». Εγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ' εκείνον τον πρόλογο: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι αληθινός ποιητής».
25-10-1935. Στο βαπόρι «Μαρία Λ.» που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ-Στράτη. Κάτω πρώτη σειρά από αριστερά: Δεύτερος ο Δ. Γληνός, τρίτος ο Βασίλης Δημησιάνος, τέταρτος ο Κώστας Βάρναλης. Δεξιά πάνω, ανάμεσα στα σχοινιά, ο Αντώνης Στρατηγόπουλος
Μετά τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ ο Βάρναλης δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στην ΗΓΗΣΩ, στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α. Το 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη. Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει: «Ο "Προσκυνητής" είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Ολος ο "Προσκυνητής" είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, του εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του».


Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"... έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».
Περίοδος Δεύτερη - Ο επαναστάτης ποιητής
Ως κοινωνικός ποιητής ο Βάρναλης εμφανίζεται στα 1922 με το ΦΩΣ που ΚΑΙΕΙ. Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων. Την περίοδο δε που ο Ποιητής γράφει αυτό το εκπληκτικό ποιητικό έργο, η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης: «Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης». Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης». Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ.
Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι' αυτό του το έργο: «Το "Φως που καίει" το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Ομως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το "Τραγούδι των Ωκαιανίδων"... Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση "Γραμμάτων") με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ητανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΕΙ, όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή» εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή, αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ού αιώνα. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας», με αποτέλεσμα - κατά τη γνώμη του - το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου. Για τον Κορδάτο με το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα».
Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη, αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του ΝΟΥΜΑ. Σ' ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του και μεγάλη λογοτέχνιδα Γαλάτεια, ο Ν. Καζαντζάκης έγραφε22: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο, αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «ο λαός των Μουνούχων». Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και το 1927 το ποιητικό έργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Το ποιητικό του έργο μέσα σ' αυτήν την πενταετία 1922 - 1927, τόσο πολύ σφράγισε τη νεοελληνική γραμματεία που ήταν αδύνατο να το αγνοήσουν ακόμη και ακραιφνείς αντικομμουνιστές κριτικοί της λογοτεχνίας. Ενας τέτοιος, ο Ανδρέας Καραντώνης, που στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έγραφε κάτι ανόητα θεατρικά με πρωταγωνιστές ηγέτες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, γράφει για το ποιητικό έργο του Βάρναλη στην προαναφερόμενη πενταετία: «Μέσα σ' αυτή την πενταετία, δηλαδή ανάμεσα στα τριάντα οχτώ και σαράντα τρία χρόνια του, ο Βάρναλης διαμόρφωσε την εντελώς δική του προσωπικότητα σαν "πρωτότυπος" ή σαν "καινούριου τύπου" ποιητής. Με το απόθεμα αυτό πήρε μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποιητική μας παράδοση. Κι αν δε θεωρήθηκε σαν ποιητής που "εγκαινιάζει μια νέα ποίηση", η ποίησή του εκτιμήθηκε σαν εμπλουτισμός της παράδοσης και πλούσια ενίσχυσή της με νέα θέματα, με νέες ιδέες».
Το 1931 ο Βάρναλης εξέδωσε την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», για την οποία ο Παλαμάς τού έγραψε: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σε αφορίσουν, κ' εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντας σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει». Το 1938 εκδόθηκαν οι «Ζωντανοί άνθρωποι», το 1946 το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», το 1956 οι «Διχτάτορες» και η επιλογή από το μέχρι τότε ποιητικό έργο υπό το γενικό τίτλο «Ποιητικά». Το 1958 βγήκαν σε δύο τόμους τα «Αισθητικά - κριτικά» και το 1959 ο ποιητής βραβεύεται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για τους αγώνες και το έργο του υπέρ της Ειρήνης.
Το 1965, ο ποιητής εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος» και το 1972 το θεατρικό του «Ατταλος ο Γ΄». Μετά το θάνατό του (1975) εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, γραμμένη στα χρόνια της χούντας, με αντιδικτατορικά ποιήματα, ενώ το 1980 εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε βιβλίο τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» και το 1985 η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον γενικό τίτλο «Πυθμένες».
Ο Βάρναλης υπήρξε κορυφαίος φιλόλογος από τους καλύτερους της εποχής του και έχει να παρουσιάσει ενδιαφέρον μεταφραστικό έργο. Συγκεκριμένα, μετέφρασε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη: Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Ιππείς, Ιππόλυτος, Λυσιστράτη, Πλούτος και Τρωαδίτισσες. Επίσης, έχει μεταφράσει Μολιέρο, Πούσκιν κ.ά. Ενα χαρακτηριστικό στην ποιητική δουλιά του Βάρναλη είναι ότι ποτέ δεν άφηνε τα ποιήματά του, όπως τα είχε φτιάξει αρχικά. Συνεχώς τα ξαναεπεξεργαζόταν με αποτέλεσμα οι επανεκδόσεις τους να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές από τις εκδόσεις που είχαν προηγηθεί. Ετσι, αν κάποιος θέλει να μελετήσει τον Βάρναλη οφείλει να αναζητήσει το έργο του σε όλες του τις εκδόσεις δεδομένου ότι 31 χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχει υπάρξει μια έκδοση των απάντων του και οι επανεκδόσεις των έργων του δε διακρίνονται από τη φιλολογική πληρότητα που απαιτείται.
Αντί επιλόγου
Αν και απ' όσα αναφέραμε είναι απολύτως σαφές, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Το 1935, για παράδειγμα, για τη δράση του εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη και στη Μυτιλήνη, ενώ πάντοτε υπήρξε στο στόχαστρο της στρατευμένης αστικής διανόησης και των ιδεολογικών μηχανισμών του καθεστώτος. Η εργατική τάξη με το κόμμα της, το ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν τον ποιητή, στο μέτρο του δυνατού που επέτρεπαν οι εποχές, με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Μετά την απελευθέρωση, ο Βάρναλης δούλευε στον «Ριζοσπάστη» γεγονός που ναι με του εξασφάλιζε τα προς το ζην αλλά του δημιουργούσε εμπόδια και του στερούσε τον αναγκαίο χρόνο, για να αφιερωθεί στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Το γεγονός αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Ν. Ζαχαριάδη και αντιμετωπίστηκε αμέσως. Ο Ζαχαριάδης - γράφει ο Β. Γεωργίου στις αναμνήσεις του - «εκτιμούσε αναμφισβήτητα την πνευματική δουλειά και δέχτηκε αμέσως την πρότασή μας να δοθεί στον Βάρναλη εξάμηνη πληρωμένη άδεια για να γράψει το "Ημερολόγιο της Πηνελόπης"».
Ας επιστρέψουμε, όμως, εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε, στο θάνατο του μεγάλου ποιητή.
Οταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Βάρναλη βαθιά συγκίνηση πλημμύρισε τις καρδιές των απλών ανθρώπων, των διανοουμένων, ακόμη και των πολιτικών του αντιπάλων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής έφυγε πλήρης ημερών, η απώλεια ήταν πραγματικά μεγάλη και δυσαναπλήρωτη. Τέτοιες μορφές δεν εμφανίζονται συχνά. «Ολη η Ελλάδα πενθεί τον κορυφαίο ποιητή της», έγραφε ο «Ριζοσπάστης» στις 17/12/1974.
Στο τηλεγράφημά της προς την σύζυγό του Δώρα Μοάτσου - Βάρναλη και την κόρη του Ελένη, η ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε: «Εκφράζουμε τη βαθύτατη θλίψη μας και τα πιο ειλικρινή συλλυπητήρια μας για το χαμό του μεγάλου Βάρναλη. Με το αστραποβόλο ποιητικό έργο του και την ακλόνητη στάση του κατέκτησε επάξια τον τίτλο του Ποιητή του Λαού. Το έργο του θα μείνει αθάνατο».
Ανακοινώσεις εξέδωσαν, επίσης, η ΕΣΗΕΑ, οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, η ΚΝΕ και άλλες νεολαιίστικες οργανώσεις, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, οργανώσεις της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων, άνθρωποι της Τέχνης, των Επιστημών και των Γραμμάτων. Τη μέρα της κηδείας του και αργότερα, εκδηλώσεις αποχαιρετισμού οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Ελληνες.
Η κηδεία του Βάρναλη έγινε από το Α΄ Νεκροταφείο στις 18 Δεκέμβρη 1974, στις 4.30 μ.μ. Εως την τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε μια «ατέλειωτη πορεία λαού», σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» της επόμενης μέρας. Εκεί η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων, πλήθος προσωπικοτήτων. Τα πρόσωπα, η συγκίνηση, οι επικήδειοι λόγοι, το αποχαιρετιστήριο ποίημα που διάβασε για τον εκλιπόντα ο Ρίτσος, η λαοθάλασσα, οι παρόντες κι ακόμη περισσότερο οι απόντες δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως όλη η χώρα γονάτιζε ευλαβικά μπρος στο μεγάλο της νεκρό. Ομως, η μεγαλύτερη τιμή γι' αυτόν εκφράστηκε μ' ένα μόνο σύνθημα τη στιγμή που οι χιλιάδες του λαού φώναζαν: «Είσαι οδηγητής για μας Ποιητή της εργατιάς». Οποιος έρχεται σ' επαφή με το έργο του μπορεί, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, να αντιληφθεί πόση αλήθεια κρύβουν αυτές οι λίγες λέξεις.
1. «Ριζοσπάστης» 17/12/1974
2. «Ριζοσπάστης» 6/12/1974
3. «Ριζοσπάστης» 17/12/1974
4. Κώστα Βάρναλη: «Ποιητικά», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 9 - 10
5. Στην τιμητική έκδοση για τα πενηντάχρονα του έργου του, που πρωτοκυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1957, ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1884. Στα Φιλολογικά του απομνημονεύματα οι επιμελητές της έκδοσης αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1883. Στο «Ατομικό Δελτίο Συντάκτου της ΕΣΗΕΑ ως έτος γεννήσεως αναφέρεται το 1881.
6. Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 24 - 25
7. Ο Καρολίδης υπήρξε ο συνεχιστής της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ακραιφνής συντηρητικός και οπαδός των θεωριών περί προαιώνιας ύπαρξης του ελληνικού έθνους
8. Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 56 - 57
9. Κώστας Βάρναλης, στο ίδιο, σελ. 169
10. Κώστα Βάρναλη: «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1985. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους «ΠΥΘΜΕΝΕΣ» στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε
11. Κώστα Βάρναλη: «Αισθητικά - Κριτικά», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, τόμος β', σελ. 158
12. Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης - Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά - Αισθητικά», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 25
13. Κώστα Βάρναλη: «ΚΗΡΗΘΡΕΣ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 11
14. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Κώστας Βάρναλης - Μελέτες», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ., 20
15. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ,. Αθήνα 1962, τόμος β΄, σελ. 476 - 477
16. Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης - Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά - Αισθητικά», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 27
17. «Κώστας Βάρναλης - 10 Χρόνια από το θάνατό του», έκδοση του υπουργείου Πολιτισμού, σελ. 21
18. Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 283 - 284
19. Κώστα Βάρναλη: «Το φως που καίει», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 8
20. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, στο ίδιο, σελ. 32
21. Γ. Κορδάτου: στο ίδιο, σελ. 478
22. Νίκου Καζαντζάκη: «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, σελ. 144
23. Ανδρέα Καραντώνη: «Νεοελληνική Λογοτεχνία - Φυσιογνωμίες», εκδόσεις «Παπαδήμα», τόμος Β΄, σελ. 205
24. Κ. Βάρναλη: «Πεζός λόγος», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 13
25. Για την εμπειρία του Βάρναλη στην εξορία βλέπε: Μπερτ Μπελτς: «Εξόριστοι στο Αιγαίο», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 110 - 119
26. Βάσου Γεωργίου: «Η ζωή μου», Αθήνα 1992, σελ. 467

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ



Ενδεικτική εργογραφία
Κηρήθρες. Αθήνα, 1905.
Ο προσκυνητής. Αθήνα, 1919.
Το φως που καίει. Αλεξάνδρεια, 1922.
Σκλάβοι πολιορκημένοι. Αθήνα, Στοχαστής, 1927.
Ποιήματα (εκλογή). Αθήνα, 1954.
Ελεύθερος κόσμος. Αθήνα, Κέδρος, 1965.
Οργή Λαού · και άλλα τελευταία ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
Πυθμένες. Αθήνα, Κέδρος, 1885. ΙΙ.Πεζογραφία
Ο λαός των μουνούχων. 1923.
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Αθήνα, Εστία, 1931.
Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια διαφόρων λαών. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Ζωντανοί άνθρωποι. Αθήνα, 1939.
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης · Σατιρική μυθιστορία. Αθήνα, Κορυδαλλός, 1947.
Διχτάτορες. Αθήνα, Πυξίδα, 1956. 
Το 1965 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί,το ποίημα του Κώστα Βάρναλη,οι μοιραίοι και το τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Όταν ενώνονται Μίκης,Βάρναλης και Μπιθικώτσης,τότε γίνονται θαύματα...ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Ξυλούρης τραγουδά Βάρναλη..
Η μπαλάντα του Κυρ'Μέντιου

Ο Κώστας Βάρναλης Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974 και έμεινε στην ιστορία σαν τον ποιητή της εργατιάς.Ο λαός τους αγωνιστές δεν τους ξεχνά και στην κηδεία του τιμήθηκε από τον Ελληνικό λαό,όπως αρμόζει σε έναν...Βάρναλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου